Σέρρες. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου, πρωτεύουσα της επαρχίας Σερρών και του νομού Σερρών. Κάτοικοι 39.897 (1971), 45.213 (1981), του δήμου 41.091 (1971), 46.317 (1981). Στον δήμο, που έχει συνολική έκταση 65 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ανήκουν επίσης τα χωριά Άγιος Ιωάννης, Κάτω Μετόχι Ξηροπόταμος και ο οικισμός Κρίνος. Οι Σέρρες είναι κτισμένες σε υψόμετρο 50, στο δυτικό άκρο του Μενοίκιου Όρους, στο κέντρο του νομού Σερρών. Η πόλη διαιρείται στην παλιά και την νέα και βρίσκεται στην ίδια θέση όπου υπήρχε η αρχαία πόλη Σίρις
ή Σίρρα. Η νέα πόλη έχει καλή ρυμοτομία, δενδροφυτευμένες λεωφόρους, πλατείες και σύγχρονα κτήρια.

Οι Σέρρες είναι το εμπορικό, γεωργικό, οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο
του νομού. Έχει αναπτυχθεί βιομηχανία ζάχαρης, επεξεργασίας καπνού, γαλακτοκομικών προϊόντων, κατασκευής ενδυμάτων και υφαντουργίας. Υπάρχει επίσης ανεπτυγμένη βιοτεχνία, κυρίως επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων. Η περιφέρεια του δήμου είναι εύφορη και πεδινή, αν εξαιρεθεί το βόρειο λοφώδες τμήμα της. Διαρρέεται από δύο ποταμοχειμάρρους που καταλήγουν νοτιότερα στον Στρυμόνα. Στις γύρω από την πόλη περιοχές καλλιεργούνται καπνά, βαμβάκι, λαχανικά και ζαχαρότευτλα, ενώ υπάρχει και αξιόλογη κτηνοτροφία (βοοειδών, χοίρων και πουλερικών) . Το κλίμα των Σερρών είναι ηπειρωτικό, με θερμά καλοκαίρια και ψυχρούς χειμώνες. Χαρακτηριστικός είναι ο ψυχρός χειμερινός άνεμος Ρουπελιώτης, που πνέει από τις ορεινές περιοχές της Βουλγαρίας και προκαλεί απότομη πτώση της θερμοκρασίας.

Οι Σέρρες είναι όμορφη πόλη, με αρκετά αξιοθέατα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν τα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης και το βυζαντινό φρούριο στον πευκόφυτο λόφο Κουλά, το Μουσείο στην κεντρική πλατεία Ελευθερίας, ο παλιός μητροπολιτικός ναός των Αγίων Θεοδώρων και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου του 14ου
αιώνα, με όμορφα ψηφιδωτά. Στις Σέρρες υπάρχουν και τουρκικά μνημεία, όπως είναι το Μπεζεστένι (15ος αιώνας), όπου στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή, και το Τέμενος του Αχμέτ Πασά.

Στο χρονικό διάστημα από 21 ως 30 Ιουνίου διοργανώνεται στις Σέρρες δεκαήμερο πολιτιστικών εκδηλώσεων από το Πνευματικό και Πολιτιστικό Κέντρο του δήμου, με συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, αθλητικές εκδηλώσεις κ.ά. Επίσης, μεταξύ 29 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου πραγματοποιούνται κολυμβητικοί αγώνες.

Βυζαντινή περίοδος. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ενισχύθηκε η σημασία της πόλης, η οποία ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Μακεδονίας με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη. Η στρατηγική θέση της στον άξονα Κωνσταντινουπόλεως - Θεσσαλονίκης και οι περιπέτειες της από τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές υπήρξαν χαρακτηριστικά στοιχεία της ιστορίας της πόλης, ιδιαίτερα δε κατά τις περιόδους των βυζαντινοβουλγαρικών συγκρούσεων του 9ου και του 10ου αιώνα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους (1204) η πόλη καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους (1206), αλλά το 1245 ανακαταλήφθηκε
από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας, Ιωάννη Δούκα-Βατάτζη. Η σημασία της πόλης ενισχύθηκε με την παλινόρθωση της αυτοκρατορίας, αλλά οι δυναστικές έριδες του 14ου αιώνα μεταξύ του Ιωάννη Παλαιολόγου και του Ιωάννη Καντακουζηνού διευκόλυναν την προσάρτηση της πόλης στο κράτος του «μεγάλου ζουπάνου» των Σέρβων Στεφάνου Δουσάν (1345). Το 1375 καταλήφθηκε από τους Τούρκους, με επί κεφαλής τον εξωμότη στρατηγό της Προύσας, Εβρενός μπέη, τον Λαλασιαχίν και τον Ντελιομπελπάν μπέη, αλλά ανακαταλήφθηκε λίγο αργότερα από τους Βυζαντινούς. Η οριστική κατάκτηση της πραγματοποιήθηκε το 1385, μετά την υποδούλωση ολόκληρης της ανατολικής Μακεδονίας, από τον μπεηλέρμπεη Τιμουρτάς, που τον ίδιο χρόνο κυρίευσε και την Σόφια. Πολλοί από
τους κατοίκους αιχμαλωτίστηκαν και ανάμεσα τους ο μητροπολίτης Ματθαίος.

Τουρκοκρατία, νεώτεροί χρόνοι. Οι πληροφορίες μας για την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι πενιχρές, γνωρίζομε όμως ότι από τις αρχές του 17ου αιώνα η κοινοτική οργάνωση της πόλης υπήρξε σημαντική. Συγκεκριμένα σε έγγραφο του 1614 αναφέρεται ότι σε κοινή συνέλευση κληρικών και αρχόντων εξελέγησαν δώδεκα «δίκαιοι και καλοί» ένας από κάθε συντεχνία (ρουφέτι), για να διαχειρίζονται τις κοινές υποθέσεις και να κατανέμουν τους φόρους. Εκτός από τους αιρετούς αυτούς άρχοντες σε κάθε ενορία υπήρχαν «οι καλλιστεύοντες του μαχαλά» (οι μουχτάρηδες), που εκτελούσαν τις αποφάσεις του κεντρικού οργάνου της πόλης και επόπτευαν για την εφαρμογή των διαταγών τους.

Η περιοχή ήταν ονομαστή για την έντονη εμπορική κίνηση που στηριζόταν κυρίως στην παραγωγή του βαμβακιού. Η επικοινωνία με σημαντικά κέντρα της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης και η εγκατάσταση Σερραίων στις ελληνικές παροικίες της διασποράς συντελέσανε στην οικονομική και
πνευματική ανάπτυξη της πόλης. Μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη αυτή σημειώθηκε από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Το πρώτο σχολείο ιδρύθηκε το 1735 από τον μητροπολίτη Γαβριήλ και λειτούργησε ως το 1780. Στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Χρύσανθου και με οικονομική ενίσχυση Σερραίων εμπόρων ιδρύθηκε «ελληνικόν σχολείον» στο οποίο δίδαξαν ονομαστοί λόγιοι, ο Ιωάννης Παπαβασιλόπουλος, ο Μηνάς Μινωίδης, ο Αδάμ Ζαπέκος και άλλοι. Το 1796 εξάλλου, με φροντίδα του μητροπολίτη Κωνσταντίου, ιδρύθηκε νοσοκομείο, που κατά την Επανάσταση του 1821 χρησίμευσε ως άσυλο για τους πρόσφυγες.

Στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας κορυφαία μορφή αναδείχθηκε ο Σερραίος Εμμανουήλ Παπάς, ενώ και πολλοί άλλοι έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στην Χαλκιδική και αλλού, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή δεν ευνοούσαν ένοπλη εξέγερση.

Κατά τον 19ο αιώνα η πνευματική ιδίως ανάπτυξη της πόλης υπήρξε εντυπωσιακή παρά την προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας να επηρεάσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων.

Στην διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι Σέρρες υπήρξαν ένα από τα κυριότερα κέντρα δράσης των Ελλήνων ανταρτών εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων.

Στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο οι Σέρρες καταλήφθηκαν από τους Βουλγάρους (25 Νοεμβρίου 1912) και παρέμειναν υπό βουλγαρική διοίκηση ως τον Ιούνιο του 1913, όταν ο βουλγαρικός στρατός, ηττημένος από τον Ελληνικό, αποχώρησε, αφού προηγουμένως πυρπόλησε την πόλη.

Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί μετά την είσοδο τους στην Ελλάδα παρέδωσαν τις Σέρρες, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Μακεδονίας, στους Βουλγάρους, και η πόλη παρέμεινε υπό βουλγαρική διοίκηση ως τον Αύγουστο του 1944.         

ΒΙΒΛΙΟΓΡ.: Π. Πέννα, Ιστορία των Σερρών


 

[Επιστροφή]